- σαβανωτής
- οαυτός που σαβανώνει νεκρούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαβανωτής — ο, θηλ, σαβανώτρια και σαβανώτρα, Ν [σαβανώνω] άτομο ειδικευμένο στο σαβάνωμα τών νεκρών … Dictionary of Greek